- παρεναλλάσσω
- Α1. εναλλάσσω2. παθ. παρεναλλάσσομαια) εναλλάσσομαιβ) ανταλλάσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεναλλαγή — ἡ, Α [παρεναλλάσσω] η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.) … Dictionary of Greek